θηρομιγης

θηρομιγης
    θηρομιγής
    θηρο-μῐγής
    2
    полузвериный, звероподобный
    

(ὠρυγή Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θηρομιγης" в других словарях:

  • θηρομιγής — θηρομιγής, ές (Α) 1. (για τους Κενταύρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θηρίο 2. όμοιος με τών θηρίων («θηρομιγής ὠρυγή» κραυγή που μοιάζει με αυτήν τού θηρίου, Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] …   Dictionary of Greek

  • θηρομιγής — half beast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρομιγῆ — θηρομιγής half beast neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θηρομιγής half beast masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θηρομιγής half beast masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρομιγεῖς — θηρομιγής half beast masc/fem acc pl θηρομιγής half beast masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… …   Dictionary of Greek

  • θηρόμικτος — θηρόμικτος, ον (Α) θηρομιγής, κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μικτος (< μικτός < θ. μιγ τού μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. ορνεό μικτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»